συνειρμικός

συνειρμικός
η , ό[ν] ассоциативный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνειρμικός" в других словарях:

  • συνειρμικός — ή, ό, Ν [συνειρμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνειρμό («συνειρμική παράσταση») 2. φρ. «συνειρμική θεωρία» ο συνειρμισμός. επίρρ... συνειρμικώς και συνειρμικά με συνειρμούς …   Dictionary of Greek

  • συνειρμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο συνειρμό: Συνειρμικά ήρθε στο νου του ένα παλιό επεισόδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»